Ο Νερόμυλος του Κύκκου έχει κηρυχθεί σε αρχαίο μνημείο και έχει αποκατασταθεί από το Τμήμα Αρχαιοτ’ητων.  Είναι ένα από τα αξιολογότερα μνημεία του Καλοπαναγιώτη και πόλος έλξης πολλών επισκεπτών.  Βρίσκεται ένα χιλιόμετρο περίπου νοτιότερα του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή σ’ ένα καταπράσινο περιβάλλον.  Ακολουθώντας την κυκλική διαδρομή που ξεκινά από την οδό Αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή η το Ενετικό Γεφύρι, θα φτάσετε στο νερόμυλο που βρίσκεται στο μέσο περίπου της διαδρομής. 


Εκεί θα ξεκουραστείτε και θα θυμηθείτε τρόπους ζωής μιας άλλης εποχής, τότε που οι μυλόπετρες ένωναν το τραγούδι τους με τον ήχο του νερού που κυλούσε στο ποτάμι, πότε άγριο και ορμητικό, πότε ήσυχο και κελαρυστό.  Μνημείο επιβλητικό αποτελεί σημαντικό δείγμα της προβιομηχανικής τεχνολογίας στην Κύπρο. (βλ. Δραστηριότητες, Πεζοπορία 2η Διαδρομή)

Ο Μύλος του Κύκκου ανήκε στο Μοναστήρι του Κύκκου.  Σώζεται ολόκληρο το σύμπλεγμα των κτηρίων που το αποτελούν.  Πάνω από την ψηλή καμάρα περνά το αυλάκι που έφερνε το νερό στον ψηλό πύργο τον «ανάολο» από όπου έπεφτε με δύναμη στο χαμηλότερο σημείο του μύλου σε καμαροσκέπαστο χώρο.

Το σπίτι με τις βαριές μυλόπετρες (γαλλικής κατασκευής), τους άξονες και τους πάγκους, βρίσκεται μπροστά από την αψίδα σε χαμηλότερο επίπεδο. Πάνω από το κλειδί της καμάρας του μύλου στη νότια πλευρά, υπάρχει τετράγωνη ασπρόπετρα με σταυρό, επιγραφή και ανάγλυφο προσωπείο πιθανότατα αποτρεπτικό του κακού.  Για χρόνια ο Κώστας Χατζηχαραλάμπους, ο μυλωνάς, έκρυβε την πλάκα μ’ ένα χόρτο για να την προστατέψει από τα παιδιά.  Δίπλα από το σπίτι με τις μυλόπετρες, προς νότο, βρίσκεται ένα διώροφο σπιτάκι όπου όσοι έρχονταν από μακριά, πέζευαν για να ξεκουραστούν και να ποτίσουν τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους περιμένοντας τη σειρά τους για να αλέσουν το σιτάρι ή το κριθάρι.  Ο Νερόμυλος αυτός για χρόνια εξυπηρετούσε το Μοναστήρι του Κύκκκου, τους κατοίκους του Καλοπαναγιώτη, του Μουτουλλά, του Οίκου, των Γερακιών και άλλων χωριών.

Στο τέλος του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα το μοναστήρι του Κύκκου ενοικίασε το μύλο σε κάποιον Χατζηνικόλα από το Μουτουλλά που για τρία χρόνια ήταν κελλάρης στο Μοναστήρι.  Αργότερα πέρασε στον Χατζηχαραλάμπους και στον γιό του Κώστα.  Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα Χατζηχαραλάμπους τον νοίκιαζαν για £5 έως £7 το 1924 και μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε το ενοίκιο στις £32 το χρόνο.  Ήταν ένας από τους καλύτερους μύλους της Κύπρου.  Άλεθε 18 «κιλά» σιτάρι την ώρα (1 «κιλό» ή 2 αμπούστες ισοδυναμούσαν με 20 οκάδες η 25 κιλά).  Για 80 οκάδες σιτάρι πλήρωνες 6 γρόσια.  Το μεροκάματο τότε ήταν 4-6 γρόσια.

Γύρω στα 1937 το Μοναστήρι του Κύκκου πούλησε το μύλο με τα γύρω χωράφια προς £700 στον Μαρκαντώνη Μαρκαντωνίδη από τον Καλοπαναγιώτη τον γνωστό Αυστραλέζο που πλήρωνε για 10 συνεχή χρόνια για να ξοφλήσει.

Το 1953 ο τελευταίος νερόμυλος του Καλοπαναγιώτη ο «Μύλος του Κύκκου» σταμάτησε να λειτουργεί.

Σημ.: Οι περισσότερες πληροφορίες λήφθηκαν από συνέντευξη του Κλείτου Ιωαννίδη με τον Κώστα Χατζηχαραλάμπους.