Το Μοναστήρι Αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή

Η εκκλησία του μοναστηριού προήλθε από την ένωση τριών ναών: Του Αγίου Ηρακλειδίου, του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή και του ναού του Ακάθιστου Ύμνου ο οποίος παλαιότερα ήταν Λατινικό παρεκκλήσι.


Μπροστά από τη νότια είσοδο της εκκλησίας του Μοναστηριού υπάρχει μεγάλο προαύλιο ανάμεσα σε δύο διώροφα μοναστηριακά κτήρια.  Η αρχική είσοδος του μοναστηριού βρίσκεται νότια και οδηγεί στο εικονοφυλάκιο (παλιό δημοτικό σχολείο), στις ιαματικές πηγές και στο ενετικό γεφύρι που παλαιότερα ένωνε το χωριό με το μοναστήρι και την αγροτική περιοχή του Καλοπαναγιώτη.

“Η εκκλησία του Μοναστηριού (απόσπασμα από ομιλία της Ευφροσύνης Ηγουμενίδου τον Αύγουστο του 1992) είναι σύνθεση διαφόρων κτισμάτων που ανήκουν δε διαφορετικές εποχές. Το αρχαιότερο οικοδόμημα είναι στα νότια, η εκκλησία του Αγίου Ηρακλειδίου του 11ου αιώνα (πρώτου επισκόπου Ταμασού και αρχιεπισκόπου) με κάτοψη εγγεγραμμένου σταυρού. Στο μέσο υπάρχει η νεώτερη καμαροσκέπαστη εκκλησία αφιερωμένη στον τοπικό Άγιο Ιωάννη Λαμπαδιστή.

Οι δύο εκκλησίες έχουν κοινό νάρθηκα που προσκτίστηκε στο δυτικό άκρο τους γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, αρχικά καμαροσκεπής και σήμερα ξυλόστεγος. Στα τέλη του 15ου αιώνα ανήκει το ψηλό κτίσμα στα βόρεια που ήταν ίσως Λατινικό παρεκκλήσιο. Ολόκληρη η κατασκευή καλύπτεται από μια τεράστια δεύτερη προστατευτική στέγη με επίπεδα κεραμίδια.

Το μοναστικά κτίσματα στη νότια πλευρά έχουν επιδιορθωθεί από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Ενδιαφέροντα στοιχεία εδώ είναι ο ελιόμυλος και ο μικρός ληνός για το πάτημα των σταφυλιών στο ισόγειο της ανατολικής πτέρυγας. Σημαντικές τοιχογραφίες σώζονται στα εκκλησιαστικά κτίσματα που αναφέραμε. Οι αρχαιότητες, του 11ου αιώνα, αποκαλύφθηκαν από συντηρητές του Τμήματος Αρχαιοτήτων στην αψίδα της εκκλησίας του Αγίου Ηρακλειδίου. Καλύπτονται από την περίφημη σύνθεση  του 12ου αιώνα που παριστά δωρητές μοναχούς σε στάση προσκύνησης.

Από τη σειρά των τοιχογραφιών του 13ου αιώνα στον ίδιο ναό αξίζει να αναφερθεί η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, που είναι η καλύτερα διατηρημένη. Η δεύτερη σωζόμενη σειρά τοιχογραφιών (που χρονολογείται γύρω στα 1400) αποτελεί μια μοναδική ακόμη και εκτός Κύπρου σύνθεση της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Πρόκειται για τον αφηγηματικό κύκλο σκηνών – πάνω από 30 – της Καινής Διαθήκης.

Η εκκλησία του Λαμπαδιστή ξανακτίστηκε στις αρχές του 18 ου αιώνα εκτός από το Βορειοανατολικό στήριγμα και καμάρα πάνω από τον τάφο του Αγίου – όπου φυλάσσεται η κάρα σε ασημένια θήκη. Η αρχική εκκλησία ήταν του 12ου αιώνα.

Ο Ρώσσος Μοναχός Βασίλειος Barsky που επισκέφθηκε το Μαναστήρι το 1735 μας πληροφορεί ότι τότε είχε 10 μοναχούς.


Ο νάρθηκας κτίστηκε τον 15ο αιώνα λόγω του μεγάλου αριθμού των προσκυνητών που προσέρχονταν στο θαυματουργό Άγιο, και ιστορήθηκε με τις συνήθεις σε νάρθηκες, τοιχογραφίες: θαύματα του Χριστού, Δευτέρα Παρουσία, κ.α. Ο ζωγράφος σύμφωνα με επιγραφή, είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη, μετά την άλωση το 1453, Η τεχνοτροπία του όμως είναι περισσότερο λαϊκού χαρακτήρα. Αξιοσημείωτα είναι τα πορτρέτα των δωρητών. Ο ζωγράφος σύμφωνα με επιγραφή, είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη, μετά την άλωση το 1453, Η τεχνοτροπία του όμως είναι περισσότερο λαϊκού χαρακτήρα. Αξιοσημείωτα είναι τα πορτρέτα των δωρητών.

Στο λεγόμενο παρεκκλήσιο του Ακάθιστου Ύμνου διατηρείται η πληρέστερη σειρά Ιταλοβυζαντινών τοιχογραφιών του τέλους του 15ου αιώνα, με ελληνικές επιγραφές, που συνδυάζουν στοιχεία της κλασικής βυζαντινής περιόδου και της Ιταλικής Αναγέννησης στην τελειότερη έκφρασή της. Κύριο θέμα είναι η εικονογραφική απόδοση των 24 οίκων του Ακάθιστου Ύμνου, στα κάτω μέρη της καμάρας και στους πλευρικούς τοίχους. Η σκηνή των Μάγων είναι πραγματικό αριστούργημα. Ενώ το τοπίο παραμένει Ελληνιστικό Βυζαντινό, η τρισδιάστατη απόδοση των έφιππων Μάγων θυμίζει Ιταλική Φλωρεντιανή ζωγραφική. Ο Έλληνας ζωγράφος θα πρέπει να  είχε μαθητεύσει στην Ιταλία.”

Ο Βίος του Αγίου Ιωάννη Λαμπαδιστή

Πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή αντλούμε από την ακολουθία του που εξεδόθει το 1667 στη Βενετία. Η ανυπαρξία επιπρόσθετων ιστορικών στοιχείων δεν μας επιτρέπει αν αποφανθούμε απόλυτα για το χρονικό διάστημα που έζησε ο Άγιος, τον τόπο καταγωγής του και την προέλευση του ονόματός του.


Άλλοι μελετητές αναφέρουν ότι το όνομα Λαμπαδιστής οφείλεται στο επίθετο «λάμπρος» δηλαδή φωτισμένος ενώ άλλοι το αποδίδουν στο επίθετο «Λαμπαδιστός», με το οποίο, όπως υποστηρίζουν, αποκαλείτο το Τρόοδος εξαιτίας της λευκάδας των χιονιών του. Εξάγουν δεν το συμπέρασμα, με βάση την ακολουθίαν του, ότι καταγόταν από το χωριό Λαμπαδού το οποίο δεν σώζεται σήμερα και που βρισκόταν δίπλα από τη Γαλάτα. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι καταγόταν από τον Λαμπαδιστό, χωριό που υπήρχε παλιότερα στα βουνά του Τροόδους. Η ύπαρξη εκκλησίας αφιερωμένης στην Παναγιά τη Λαμπαδιώτισσα κοντά στο χωριό Μιτσερό, έκανε μερικούς να υποθέσουν ότι εκεί βρισκόταν ο οικισμός από τον οποίο καταγόταν ο Άγιος. Σήμερα η εκκλησία αυτή έχει καταπέσει σε ερείπια.

Ο Άγιος έζησε το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας στο Βυζάντιο, ήταν ο Νικηφόρος Φωκάς (963-969). Από το βίο του μαθαίνουμε ότι ήταν ωραίος νέος και οι γονείς του τον αρραβώνιασαν με μια συγχωριανή του σε αρκετά νεαρή ηλικία. Αυτός όμως δεν επιθυμούσε να ζήσει ως έγγαμος, αφού είχε από μικρός κυριευθεί από τον πόθο να αφιερωθεί στο θεό και να ασκητεύσει. Το αποτέλεσμα ήταν να διαλύσει τον αρραβώνα, γεγονός όμως που δεν δέχτηκε η κοπέλα. Τότε οι γονείς της, για να τον εκδικηθούν, με διάφορες μαγγανείες κατάφεραν να τον τυφλώσουν. Ο Άγιος κατέφυγε στη συνέχεια στα βουνά της Μαραθάσας όπου και έζησε για τέσσερα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του που ήλθε όταν ήταν μόλις 22 χρονών, στις 4 Οκτωβρίου. Έκανε πολλά θαύματα και ετιμάτο ιδιαίτερα για τις θεραπείες των δαιμονιζομένων. Σήμερα σώζεται το άγιο του κρανίο το οποίο φυλάσσεται στο μοναστήρι και είναι εκτεθειμένο για προσκύνημα από τους πιστούς που προσέρχονται σ’ αυτό. (Κωστή Κοκκινόφτα)

Η Ιστορία του Μοναστηριού

Οι παλαιότερες πληροφορίες που έχουμε για το μοναστήρι είναι από το Ρώσο μοναχό Βασίλειο Μπάρσκι που το επισκέφθηκε το 1735. Όπως αναφέρει ο Μπάρσκι, διέμεναν σ’ αυτό 10 μοναχοί ενώ στον ίδιο τον Καλοπαναγιώτη υπήρχαν την περίοδο αυτή 10 ιερείς. Από τη διήγηση του μαθαίνουμε ότι το μοναστήρι υπέφερε πολύ εξαιτίας των βιαιοτήτων των Τούρκων κατακτητών. Βέβαια η αρχιτεκτονική των κτισμάτων καθώς και οι εξαίρετες τοιχογραφίες που σώζονται σ’ αυτό, μας βοηθούν να προσδιορίσουμε τις διάφορες χρονολογίες που οικοδομήθηκε. Το καθολικό, ανάγεται στον 11ο αιώνα και είναι αφιερωμένο στον Άγιο Ηρακλείδιο. Στη συνέχεια κτίστηκε τον 12ο αιώνα ο δεύτερο ναός που αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή. Ο ναός αυτός κατέπεσε αργότερα σε ερείπια και ανοικοδομήθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αργότερα, όταν οι Φράγκοι κυριάρχησαν το νησί, κτίστηκε και τρίτος ναός που είναι γνωστός ως το «Λατινικό παρεκκλήσι του Ακάθιστου». Η περίοδος ανέγερσης του τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Ο λόγος που ιδρύθηκε ήταν τόσο για την ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών των Φράγκων, που κατά την περίοδο αυτή συνήθιζαν να παραθερίζουν στη Μαραθάσα λόγω του εξαίρετου κλίματος της περιοχής, όσο και για να προσελκύσουν τους Ορθόδοξους στο Ρωμαιοκαθολικισμό. Πολύ αργότερα, τον 17ο αιώνα οι τρεις ναοί ενώθηκαν και αποτέλεσαν ένα ενιαίο σύνολο.


Όπως φαίνεται από τις διακοσμήσεις και τις τοιχογραφίες, το μοναστήρι άκμαζε τόσο κατά τη Βυζαντινή περίοδο όσο και κατά τη Φραγκοκρατία (1191 – 1489) και τη Βενετοκρατία (1489 – 1571). Οι τοιχογραφίες έχουν γίνει σε διάφορες εποχές από τον 11ο μέχρι τον 16ο αιώνα και είναι διαφορετικών τεχνοτροπιών. Πολύ αξιόλογες είναι και αρκετές εικόνες που φυλάσσονται στο μοναστήρι όπως του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή του 14ου αιώνα, του Αγίου Ηρακλειδίου του 16ου αιώνα και αρκετές άλλες. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι το τέμπλο του καθολικού του μοναστηριού είναι το αρχαιότερο σωζόμενο ξύλινο τέμπλο στην Κύπρο. Είναι του 13ου αιώνα και έχει ωραιότερες διακοσμήσεις με θυρεούς και άλλα σχέδια.


Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1571-1878) το μοναστήρι γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, μέσα βέβαια στις πολύ δύσκολες συνθήκες της εποχής. Κατά τον 18ο αιώνα αναφέρεται ότι διαβιούσαν σ’ αυτό 14 μοναχοί ενώ είχε στην κυριότητα του 4 μετόχια, 2 στις τοποθεσίες Κατσιπούμπουρος και Αγία Τριάδα του χωριού Γερακιές, ένα στο Πραστειό Μόρφου και ένα στο χώρο που είναι σήμερα κτισμένο το χωριό Άγιος Δημήτριος. Στη συνέχεια περιέπεσε σε παρακμή και στις αρχές του περασμένου αιώνα εγκαταλείφθηκε. Σε όλη αυτή την περίοδο αποτέλεσε πνευματικό κέντρο της περιοχής και συνέτεινε ώστε να διαφυλαχθεί η θρησκευτική και εθνική συνείδηση των κατοίκων.

Σε εποχές που δεν υπήρχαν σχολεία και οι συνθήκες ζωής λόγω της πολύχρονης σκλαβιάς ήταν εξαιρετικά δύσκολες, οι μοναχοί της Μονής μετέφεραν στα γύρω χωριά το μήνυμα του Ευαγγελίου και μέσα από τους θρύλους και τις παραδόσεις που δίδασκαν τους κατοίκους, μεριμνούσαν ώστε να αναζωπυρώνεται το εθνικό τους συναίσθημα. Τελικά γύρω στα 1850, όταν πια το μοναστήρι είχε διαλυθεί, ένα ευρύχωρό του δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα διδασκαλίας για τα παιδιά των χωριών Καλοπαναγιώτη, Γερακιές, Οίκος και Μουτουλλάς. Διαδραμάτισε έτσι, και ως εκπαιδευτικό κέντρο, ένα σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη της παιδείας στη Μαραθάσα.  (του Κωστή Κοκκινόφτα)

Τα κτήρια της Μονής του Αγ. Ιωάννη του Λαμπαδιστή

Το σχεδιαγράμμα παρουσιάζει την κάτοψη των κτιρίων της μονής του Αγ. Ιωάννη του Λαμπαδιστή, όπως διαμορφώθηκαν μέχρι τον 18ο αιώνα και όπως παρουσιάζονται σήμερα.

Παραθέτουμε σύντομη περιγραφή του κάθε τμήματος/χώρου:


Α. Ο ναός του Αγίου Ηραλειδίου: Πρωτοκτίστηκε τον 4ο αιώνα μ.Χ. και     αφιερώθηκε στον Αγ. Ηρακλείδιο, που μυήθηκε στο Χριστιανισμό και βαφτίστηκε από τους Αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα, το 45μ.Χ. Ο     ναός καταστράφηκε κατά τις αραβικές επιδρομές (4ο – 8ο αιώνα) και ξαναχτίστηκε. Περιέχει θαυμάσιες τοιχογραφίες (13ου – 15ου αι. μ.Χ.).

Β. Ο ναός του Αγ. Ιωάννη του Λαμπαδιστή: Κτίστηκε από τους γονείς του Αγίου λίγο μετά το θάνατό του. Ο τάφος του σώζεται στην αριστερή (νότια πλευρά). Σημειώνεται με το γράμμα Τ. Υπήρχαν τοιχογραφίες που καταστράφηκαν. Με την ανέγερση του ναού αυτού, ανοίχτηκε καμαρωτή δίοδος προς το ναό του Αγ. Ηρακλειδίου.

Γ. Το βασιλικό (ή Λατινικό) Παρεκκλήσιο του Ακάθιστου Ύμνου: Κτίστηκε κατά το 13ο αιώνα από το Λατίνο Αρχιεπίσκοπο (που παρόλο που είχε την έδρα του στη Λευκωσία, έθεσε τη μονή του Λαμπαδιστή κάτω από τη δική του διαχείριση και έκτισε τη θερινή του κατοικία στον υπερυψωμένο λόφο, το «Αλωνούδιν». Το παρεκκλήσιο ανακαινίστηκε υπό της Ελληνικής καταγωγής βασίλισσα της Κύπρου Ελένη Παλαιολογίνα (σύζυγο του φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιωάννη Β’ (1441 – 1458 μ.Χ.). Η είσοδος του παρεκκλησίου ήταν μεγαλοπρεπής, στα δυτικά. Με την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους (1571 μ.Χ.) οι μοναχοί έκλεισαν την είσοδο με εξωτερικό τοίχο δημιουργώντας έτσι μια μικρή αποθήκη (Ζ), για να αποκρύψουν το γεγονός ότι η μονή αποτελούσε «βασιλικό ίδρυμα» οπότε διέτρεχε τον κίνδυνο ή να καταστραφεί από τους Τούρκους ή να μετατραπεί σε τζαμί. Μετά την κατασκευή του τοίχου αυτού, ανοίχτηκε δίοδος από τον νότιο τοίχο του παρεκκλησιού προς το ναό του Αγ. Ιωάννη. Το παρεκκλήσιο είναι διακοσμημένο με ωραιότατες τοιχογραφίες νεότερης τεχνοτροπίας (Αναγεννήσεως) που απεικονίζουν τους 24 οίκους του Ακάθιστου Ύμνου.

Ε και Ε’: Νάρθηκες για τους δυο βασικούς ναούς (Αγ. Ηρακλειδίου και Αγ. Ιωάννη), με τοιχογραφίες κατώτερης ποιότητας που έχουν υποστεί ζημίές (κυρίως εξόρυξη των οφθαλμών των αγίων) κατά πάσα πιθανότητα από προσκυνητές που πίστευαν πως η σκόνη από τα ιερά μάτια των αγίων είναι θαυματουργή!


Δ:    Νότιος νάρθηκας που αριχκά εχρησιμοποιείτο για να οδηγεί από τον Ξενώνα (που βρισκόταν πάνω από τα κελλιά α και β) προς τους ναούς. Αργότερα (1711 μ.Χ.) ο δυτικός τοίχος κατεδαφίστηκε κατά το μεγαλύτερο ύψος του και ο νάρθηκας μετατράπηκε σε ανοικτό ηλιακό. Είναι τότε που ανοίχτηκε και η     σημερινή κυρία είσοδος στο ναό του Αγ. Ηρακλειδίου, που οδηγεί επίσης και στο συνεχόμενο ναό του Αγ. Ιωάννη και στο παρεκκλήσιο του Ακάθιστου Ύμνου. Το υπόλοιπο μέρος των ισόγειων κτιρίων ήσαν κελλιά των μοναχών (α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ) το δε κελί ι ήταν το κελλί του Σκευοφύλακα της μονής κάτω από το οποίο υπήρχε η κρύπτη.  Το δωμάτιο κ εστέγασε τον ελαιόμυλο, το λ ήταν το μαγειρείο (μπροστά υπήρχε η αίθουσα μ που εχρησιμοποιείτο ως τραπεζαρία – αργότερα κατεδαφίστηκαν) και πίσω από την τραπεζαρία υπήρχε φούρνος για ψήσιμο ψωμιών.

Πάνω από τα κελλιά γ-δ ήταν το Ηγουμενείο και το Συνοδικό (κτίστηκαν μεταξύ 1711-1782).  Πάνω από τα κελλιά ε-ζ ήταν το κελλί του Υποτακτικού του Ηγουμένου και το ιδιαίτερο μαγειρείο του Ηγουμενείου. Πάνω από τα κελλιά α-β και η-θ υπήρχαν ξενώνες (Λόντζες) για τους επισκέπτες. Ο δυτικός ξενώνας (πάνω από τα κελλιά η-θ) χρησιμοποιήθηκε και ως σχολείο μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα για τα παιδιά ολόκληρης της περιοχής (Καλοπαναγιώτη, Μουτουλλά, Γερακιών και Οίκου).

Κατά τους θερινούς μήνες, το σχολείο λειτουργούσε στην αυλή tης μονής (κάποτε στην εσωτερική (χ) και κάποια στην εξωτερική (Σ) κάτω από τη σκιά μιας τεράστιας καρυδιάς.

Κάτω από τα κελιά γ-δ ήταν ο στάβλος της μονής. Αργότερα (δεύτερο ήμισυ του 19ου αι.) μετατράπηκε σε δωμάτιο για τη διαμονή του λαϊκού δασκάλου που υπηρετούσε στο δημοτικό σχολείο, που στεγαζόταν σ’ ένα από τους δύο ξενώνες.

Πρόσφατα (1994 – 97) μαζί με την αυλή μπροστά χρησιμοποιήθηκαν ως μικρό καφενείο, για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών.

Στη βόρεια πλευρά υπήρχε τοίχος που προστάτευε το χώρο της μονής, υποχρεώνοντας τους επισκόπους να χρησιμοποιούν την κύρια είσοδο (ο) που βρισκόταν στη νότια πλευρά. Η είσοδος αυτή εχρησιμοποιόταν ως τέτοια μέχρι τη δεκαετία του 1940.

Δίπλα από την κεντρική είσοδο (ο) υπάρχουν δύο μικρά στεγασμένα υπόστεγα («καππαδόκια») στα οποία περίμεναν οι επισκέπτες μέχρι να ανοίξει η είσοδος της μονής.

Ο τελευταίος μοναχός της μονής ήταν ο Χαρίτος (μέχρι τη δεκαετία του 1920). Μετά το θάνατο του Χαρίτου, και μέχρι τη δεκαετία του 1950 στη μονή διέμενε ο Παπά – Γρηγόρης με την οικογένειά του. Μετά το θάνατο του Παπά – Γρηγόρη, η μονή εξυπηρετείται από τον εφημέριο της κοινότητας  Καλοπαναγιώτη, ο οποίος όμως διαμένει εκτός της μονής.

Σημ. Οι περισσότερες από τις πληροφορίες λήφθηκαν από το βιβλίο     Κ. Μυριανθέα «Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής», εκδ. 1969. Περιοδικό “Ο Καλοπαναγιώτης μας” 1999.